- μαστιχᾶτον
- μαστῐχᾶτον, τό,A mastich-wine, Alex.Trall.8.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστιχάτον — μαστιχᾱτον, τὸ (Α) ποτό παρασκευασμένο από μαστίχα («τῶν δὲ προπομάτων ἄριστόν ἐστι τὸ κονδίτον... ἢ κιτρᾱτον ἢ μαστιχᾱτον», Αλέξ. Τραλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχη + κατάλ. ᾶτον (< λατ. επίθημα atum)] … Dictionary of Greek
μαστιχάτου — μαστιχά̱του , μαστιχᾶτον mastich wine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)